Όπως είναι γνωστό, το νερό της βρύσης δεν είναι απολύτως καθαρό και πάντα περιέχει μεταλλικά στοιχεία τα οποία μπορούν να επηρεάσουν τη γεύση του. Συνήθως χρησιμοποιούμε τους όρους «σκληρό» και «μαλακό» νερό για να περιγράψουμε ένα μεγαλύτερο ή χαμηλότερο ποσοστό παρουσίας τέτοιων μεταλλικών στοιχείων. (Κυρίως στοιχεία ασβεστίου, μαγνησίου και καλίου)
Είναι επίσης γνωστό ότι η φύση επιδιώκει πάντα να εξισορροπεί τη θερμοκρασία, την πίεση και τη συγκέντρωση.
Εάν το νερό φιλτραριστεί αυτό σημαίνει ότι θα αφαιρεθούν αυτά τα μεταλλικά στοιχεία και θα διαταραχτεί η προαναφερόμενη ισορροπία. Προκειμένου να επιστρέψει το φιλτραρισμένο νερό στην προηγούμενη ισορροπία, η οποία ήταν η βρωμιά, μετατρέπεται σε "απορρυπαντικό" το οποίο αφαιρεί ακόμα και ισχυρούς ρύπους όπως τα περιττώματα των πτηνών.
Παρόλα αυτά η ποιότητα καθαρισμού του απαλλαγμένου από μεταλλικά στοιχεία “καθαρού“ νερού έχει και τα όριά της. Έλαια, λιπαρά στοιχεία ή συγκεκριμένοι πολύ επίμονοι ρύποι απαιτούν επιπρόσθετα και τη χρήση κάποιου απορρυπαντικού. Το χημικό αυτό αντλείται αυτόματα με τη βοήθεια ενός εγχυτήρα και αναμιγνύεται με το νερό του δικτύου. Μετά τη χρήση του απορρυπαντικού, το σύστημα επιστρέφει στη χρήση του απιονισμένου νερού το οποίο με τη σειρά του απομακρύνει κάθε υπόλειμμα.